-
1 потепление
потепление с: наступило \потепление ζέστανε ο καιρός* * *снаступи́ло потепле́ние — ζέστανε ο καιρός
-
2 потепление
потепле||ниес:наступило \потепление ζέστανε ὁ καιρός.
См. также в других словарях:
ζεσταίνω — ζέστανα, ζεστάθηκα, ζεσταμένος 1. μτβ., θερμαίνω κάτι: Ζεσταίνω το φαγητό. 2. αμτβ., γίνομαι θερμός: Ζέστανε ο καιρός. 3. ενθαρρύνομαι, παίρνω απάνω μου: Με τα χρήματα που πήρε ζεστάθηκε λιγάκι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ζεσταίνω — (Μ ζεσταίνω) κάνω κάτι ζεστό, θερμαίνω («ζέστανε το φαγητό») νεοελλ. 1. γίνομαι θερμός, ζεστός, θερμαίνομαι («ο καιρός άρχισε να ζεσταίνει») 2. υποστηρίζω, υποθάλπω, ενθαρρύνω («μέ ζέστανες λιγάκι με τα καλά σου λόγια») 3. (για όρνιθα κ.λπ.)… … Dictionary of Greek